- φιλοξενώ
- φιλοξενώ, φιλοξένησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
φιλοξενώ — φιλοξενῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόξενος] υποδέχομαι και περιποιούμαι έναν ξένο στην πατρίδα μου ή στον τόπο μου και, ιδίως, στο σπίτι μου (α. «τους μαθητές από το εξωτερικό τούς φιλοξένησε ο δάσκαλος τού χωριού» β. «τοὺς ἑταίρους ἐφιλοξένησεν», Ευστ.)… … Dictionary of Greek
φιλοξενώ — φιλοξένησα, φιλοξενήθηκα, φιλοξενημένος, μτβ. 1. περιποιούμαι ξένους και μάλιστα σπίτι μου, φιλεύω. 2. προσφέρω σε κάποιον άσυλο, καταφύγιο, τόπο διαμονής δωρεάν: Στην Κατοχή οι Έλληνες φιλοξενούσαν Άγγλους. 3. κρατώ έγκλειστο σε κρατητήριο ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοξενῶ — φιλοξενέω entertain hospitably pres subj act 1st sg (attic epic doric) φιλοξενέω entertain hospitably pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλοξένῳ — Φιλόξενος loving strangers masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοξένῳ — φιλόξενος loving strangers masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενοφιλεύω — φιλοξενώ … Dictionary of Greek
Φιλοξένωι — Φιλοξένῳ , Φιλόξενος loving strangers masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοξένωι — φιλοξένῳ , φιλόξενος loving strangers masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενώνω — (Α ξενῶ, όω, ιων. τ. ξεινόω) [ξένος] αποξενώνω («πατρίδος με καὶ πόλεως τῶν φιλτάτων ἐξένωσας», Ηλιόδ.) αρχ. 1. φιλοξενώ 2. (μέσ. παθ.) ξενούμαι, όομαι α) συνάπτω σχέσεις φιλοξενίας με κάποιον («καὶ βασιλεῡσιν ἐξενωμένος καὶ τυράννοις», Λυσ.) β)… … Dictionary of Greek
φιλοξενίζω — Α φιλοξενώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού φιλοξενώ κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek